- στυγερός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που προκαλεί τον αποτροπιασμό: Διέπραξε ένα στυγερό έγκλημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στυγερός — hated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερός — ή, ό / στυγερός, ά, όν, ΝΑ (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, φρίκη ή και μίσος, μισητός, βδελυρός (α. «στυγερό έγκλημα» β. «στυγερός εγκληματίας» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῡ Ἀίδαο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
στυγερά — στυγερός hated neut nom/voc/acc pl στυγερά̱ , στυγερός hated fem nom/voc/acc dual στυγερά̱ , στυγερός hated fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερώτερον — στυγερός hated adverbial comp στυγερός hated masc acc comp sg στυγερός hated neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερῶν — στυγερός hated fem gen pl στυγερός hated masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερόν — στυγερός hated masc acc sg στυγερός hated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεραῖς — στυγερός hated fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεραί — στυγερός hated fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεροῖν — στυγερός hated masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεροῖο — στυγερός hated masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)